Υπάρχουν δύο Θεσσαλονίκες – η ονειρική του μυαλού και η πεζή της καθημερινότητας, η όαση του επισκέπτη και η κόλαση του κατοίκου. Αλλά και πολλές ακόμα, αντανακλώμενες στα αρχιτεκτονικά σπαράγματα του βυζαντινού, οθωμανικού, λεβαντίνικου, εβραϊκού ιδιώματος που κατά καιρούς μίλησε η πόλη. Αδυνατώντας όμως να ενσωματώσει αυτό το μωσαϊκό των ετερόκλητων τοπόσημων που τη διατρέχουν και να εκφράσει δυναμικά την ταυτότητά της, η Θεσσαλονίκη παραμένει εν πολλοίς αρχιτεκτονικά αμήχανη και απροσδιόριστη.
Κάπου εκεί, στη μεταπολεμική εποχή και κατόπιν, κυριάρχησε η μαζική ανοικοδόμηση, η ασύστολη εφαρμογή του κόλπο γκρόσο της αντιπαροχής, με πολυκατοικίες να ξεφυτρώνουν άναρχα και ανεξέλεγκτα, τα οικονομικά συμφέροντα, η πολιτική αδιαφορία ή λάθος διαχείριση. Κάτω από τους τόνους τσιμέντου που έπνιξαν την πόλη θάφτηκε και το αξίωμα ότι η αρχιτεκτονική δεν πρέπει να εξυπηρετεί μόνο τη λειτουργικότητα, αλλά και την αισθητική.
Έτσι, η πόλη που ως το πρώτο μισό του 20ου αιώνα αποτελούσε – με τα λόγια της Ξανθίππης Σκαρπιά Χόιπελ, προέδρου του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης – «ένα ζωντανό αρχιτεκτονικό μουσείο ρυθμών», αντανακλώντας την πολυποικιλότητα πληθυσμών και πολιτισμών που την κατοίκησαν ανά τους αιώνες, μετατράπηκε σε ένα άχρωμο, κυκλοφοριακά συμφορημένο πεδίο αρχιτεκτονικών ατεχνιών.
Κάπως έτσι, απωλέσθη η κατά Frank Lloyd Wright αναγκαία πνευματική ένωση φόρμας και λειτουργίας με τη δημιουργία αλλεπάλληλων όγκων τσιμέντου. Τα σύγχρονα, δημόσια κυρίως, κτήρια όχι μόνο δεν προάγουν την αισθητική του πολίτη, όπως επεσήμανε ο δήμαρχος της πόλης Γιάννης Μπουτάρης, αλλά, για την κα Χόιπελ, αλλοίωσαν τη φυσιογνωμία του αστικού περιβάλλοντος της πόλης, σε λειτουργικό αλλά και αισθητικό επίπεδο, αφαιμάζοντας τον ελεύθερο, ζωτικό, αστικό της χώρο.
Τα τελευταία χρόνια γίνονται πολλές προσπάθειες σε διάφορα επίπεδα για τη σύζευξη των διαφορετικών Θεσσαλονικών, με το αστικό πρόσωπο της πόλης να αναζητείται πολλαπλώς από διάφορους φορείς: τα αστικά πειράματα της δράσης «Η Θεσσαλονίκη αλλιώς», παρεμβάσεις από τους καθηγητές του Τμήματος Αρχιτεκτόνων, το διαπανεπιστημιακό πρότζεκτ «Δημόσιος χώρος…αναζητείται» του περασμένου Οκτώβρη, προπομπός της επικείμενης 1ης Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής. Αλλά και πολιτειακή συνεισφορά με ολίγη από δράση: αναπλάσεις, πεζοδρομήσεις, λεωφορειολωρίδες, ποδηλατόδρομοι, αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί στα σκαριά με στόχο την αστική αναδιαμόρφωση, αλλά και τον στρατηγικό επανασχεδιασμό του θαλάσσιου μετώπου της πόλης.
Οι ανιχνευτικές διεργασίες των τελευταίων ετών κορυφώνονται με τη διοργάνωση της 1ης Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής Θεσσαλονίκης με θέμα Αρχιτεκτονική και Πόλη στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Το πρωτοποριακό σε πανελλαδικό επίπεδο εγχείρημα από το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Α.Π.Θ και το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης σε συνεργασία με το Goethe-Institut και την Κίνηση των 5 Μουσείων, εστιάζει σε ζητήματα του δημόσιου κοινωνικού χώρου με μια κύρια έκθεση που περιλαμβάνει τα δημιουργικά πονήματα φοιτητών και φοιτητριών 25 αρχιτεκτονικών σχολών από 19 χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, καθώς και πέντε παράλληλες δράσεις.
Πρόκειται για μια προκλητικά αυτοσχέδια και αυτοδημιούργητη προσπάθεια, όπως το προσδιόρισε ο Προέδρος του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ κ. Γεώργιος Παπακώστας, με τον χαμηλότερο προϋπολογισμό στην ιστορία των Μπιενάλε στην Ελλάδα, ύψους μόλις 35.000 ευρώ.
Η διοργάνωση υιοθετεί το σύγχρονο βλέμμα των νέων αρχιτεκτόνων και δίνει φωνή στις προτάσεις τους για τις αναγκαίες αστικές παρεμβάσεις, θέτοντας στο επίκεντρό της «τη συζήτηση για τον ρόλο των αρχιτεκτονικών σχολών στα ζητήματα αρχιτεκτονικής και πόλης και ιδιαίτερα σε θέματα του δημόσιου και του κοινωνικού χώρου, της πολιτισμικής διαφοράς, των πολιτικών της μετακίνησης και του περιβάλλοντος όπως αυτά εκδηλώνονται στις μητροπόλεις της Νοτιοανατολικής Ευρώπης».
Η έμφαση στις πανεπιστημιακές εργασίες φοιτητών και φοιτητριών αρχιτεκτονικών σχολών ως κύριο πραγματολογικό υλικό της έκθεσης στοχεύει στην ανάδειξη της «ιδιαίτερης, ποικίλης και πολύπλευρης σχέσης πολιτισμού της κάθε αρχιτεκτονικής σχολής με την πόλη της», αλλά και του ουσιαστικού ρόλου που διαδραματίζουν οι Σχολές Αρχιτεκτονικής στον χωροταξικό, πολεοδομικό, αστικό, αλλά και πολιτισμικό σχεδιασμό των πόλεών τους.
Το Τμήμα Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης συμμετέχει στην έκθεση με τη διοργάνωση ενός ζωντανού εργαστηρίου με θέμα «Αρχιτεκτονική στις ρωγμές της πόλης» από τις 11-20 Ιανουαρίου, όπου «η ίδια η πράξη του σχεδιασμού, ως ερευνητική και δημιουργική διαδικασία, θα είναι το έκθεμα», με στόχο τη διερεύνηση της σύγχρονης αστικής εμπειρίας μέσα από την έκφρασή της στο δημόσιο χώρο.
Η διοργάνωση τίθεται υπό την αιγίδα του Δήμου Θεσσαλονίκης – κηρύσσοντας την έναρξη του επετειακού έτους για τα 100 χρόνια ελεύθερης Θεσσαλονίκης και εντάσσεται στις εκδηλώσεις του ΥΠΠΟ: «Θεσσαλονίκη 2012 Νοτιοανατολική Ευρώπη, Σταυροδρόμι Πολιτισμών». Η Δημοτική Αρχή διατυπώνει ρητά την ιδιοτέλειά της: στοχεύει στην καθιέρωση του θεσμού στις ενδιάμεσες χρονιές από τη διοργάνωση των Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης και στη λειτουργία του ως πόλου έλξης επαγγελματιών και επισκεπτών, αλλά και ως πλατφόρμας τουριστικής και πολιτισμικής ανάπτυξης της πόλης. Παράλληλα, εκφράζει την πρόθεση να αξιοποιήσει τις ιδέες που θα προκύψουν από την έκθεση με τρόπο που θα επιτρέψει στην πόλη να ξεφύγει από την εσωστρέφεια στην οποία έχει περιέλθει τα τελευταία χρόνια και να επιτύχει τη σκοπούμενη αστική αναδιαμόρφωση.
Αναδεικνύοντας την πολυδιαστατικότητα της αρχιτεκτονικής ως θεωρίας και πράξης, ως τέχνης, επιστήμης και πρακτικής, η έκθεση ιχνηλατεί τη θέση της αρχιτεκτονικής, πέραν των πανεπιστημιακών προγραμμάτων σπουδών, στον δημόσιο αστικό σχεδιασμό, στα εκθεσιακά προγράμματα των μουσείων, αλλά κυρίως, στους δρόμους. Και μας δίνει την αφορμή να στρέψουμε το βλέμμα μας σε όσα προσπερνάμε καθημερινά αδιάφορα, σε όσα μας περιστοιχίζουν και στεγάζουν τα όνειρά μας, σε όσα άσχημα και όμορφα αποτυπώνουν την ιστορία μας και αρθρώνουν τη συνεισφορά μας στην αρχαιολογία του μέλλοντος.
Και μας υπενθυμίζει ότι αρχιτεκτονική, η πλέον εφαρμοσμένη των τεχνών, η ψυχή του πολιτισμού μιας κοινωνίας, πάλι κατά Wright, η δύναμη που επενεργεί υπόρρητα, αργά, αλλά διαβρωτικά στον τρόπο που θεάται και βιώνει κανείς την πόλη του, δεν είναι μόνο η εμπνευσμένη οικοδόμηση του αστικού τοπίου, αλλά και ο σοφά, συνειδητά αφημένος, ελεύθερος αστικός χώρος. Και έχουμε πολύ ανάγκη από δαύτον σε αυτή την πόλη.
Κείμενο: Mαρίνα Κοντού